χηραμών

χηραμών
-ῶνος, ὁ, Α
χηραμός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επεκταμένο, για μετρικούς λόγους, τ. τής λ. χηραμός* ο οποίος απαντά στη δοτ. πληθ. χηραμόνεσσιν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χηραμῶν — χηραμός hole masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηραμός — και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α 1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.) 2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”